- χρυσόδετον
- χρῡσόδετον , χρυσόδετοςbound with goldmasc/fem acc sgχρῡσόδετον , χρυσόδετοςbound with goldneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AURO Vinctum Palladium — apud Ael. Lamprid. in Vita Heliogabali, c. 6. Haec quum ita essent, signum tamen, quod Palladium esse credebat, abstulit: et aurô vinctum in sui Dei templo locavit: est deauratum, quod Graeci dicunt χρυσένδετον, unde vasa chrysendeta, ad verbum,… … Hofmann J. Lexicon universale
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek